βιράρω

βιράρω
μετ. мор. поднимать, тянуть (якорь, груз)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βιράρω" в других словарях:

  • βιράρω — βιράρω, βιράρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιράρω — (λ. ιταλ.), στρέφω τον αργάτη ή το βαρούλκο, για να ανασύρω άγκυρα ή βάρος, τραβώ, σέρνω: Βιράρω την άγκυρα για να ξεκινήσει το πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιράρω — 1. στρέφω βαρούλκο για να σηκωθεί η άγκυρα 2. σηκώνω 3. τραβώ προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. virare «στρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • βιράρισμα — το [βιράρω] το τράβηγμα για να σηκωθεί η άγκυρα ή να ανυψωθεί κάποιο βάρος …   Dictionary of Greek

  • ξεβιράρω — ναυτ. κατεβάζω φορτίο ή την αλυσίδα τού πλοίου με βαρούλκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιράρω «έλκω, τραβώ, σηκώνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»